-
1 παραγγελμα
- ατος τό1) возвещение, объявление, весть2) приказ(ание), команда(ἀπὸ παραγγέλματος Thuc.; ὥσπερ ἐκ παραγγέλματος Plut.)
3) наставление, совет Xen., Arst. -
2 παράγγελμα
το команда, приказ;με το παράγγελμα — по команде
-
3 παραγγελλω
1) приносить весть, возвещать, объявлятьπ. ἐκ Τροίας τινί Aesch. — приносить кому-л. вести из Трои;
π. τοῖς φίλοις Lys. — призывать друзей на помощь2) (тж. παράγγελμα π. Lys.) указывать, предписывать, приказывать, требовать(τινί τι περί τινος Thuc.; τινι ποιεῖν τι Her.)
τὰ παραγγελλόμενα Thuc. etc., τὰ παρηγγελμένα Xen. и τὰ παραγγελθέντα Arst. — указания, распоряжения, предписания;π. παρασκευέν σίτου Her. — приказывать заготовить продовольствие;π. πένθ΄ ἡμερῶν σιτία Thuc. — отдать распоряжение о создании пятидневного запаса продовольствия;π. παράγγελμα Lys. — отдать приказ3) призывать, побуждатьπ. εἰς ὅπλα Xen. — призывать к оружию;
ἅπαντας εἰς τὸν κατάλογον π. Luc. — призывать всех записываться в войска, объявлять всеобщий набор4) приглашать(ἐπὴ τὸ δεῖπνον Luc.)
π. ἀλλήλοις ἥκειν ὡς πρωϊαίτατα Plat. — условиться друг с другом прийти как можно раньше5) полит. созывать своих единомышленников, устраивать политические сговоры(ἐνοχλεῖν καὴ π. Dem.)
6) (опираясь на своих друзей) добиваться государственных постов, домогаться, искатьπ. ὑπατείαν или εἰς ὑπατείαν Plut. — добиваться консульского поста
7) учить, наставлять(τινὴ ἵνα … NT.; τοῦτο παρήγγελλε Πυθαγόρας Plut.)
-
4 αναμελεταω
-
5 προσοχή
η 1.1) внимание;προκαλώ (αποσπώ) την προσοχή — вызывать (отвлекать) внимание;
στρέφω την προσοχή μου — или δίνω προσοχή — обращать внимание;
τραβάω ( — или επισύρω) την προσοχή — привлекать чьё-л. внимание;
δεν δίνω προσοχή σε κάτι — оставлять что-л, без внимания;
2) уход, внимание, забота;τα παιδιά θέλουν προσοχή — дети требуют ухода, внимания;
3) осторожность, осмотрительность;μετά προσοχής — осторожно;
4):στέκω (κάθομαι) προσοχή — стоять (сидеть) смирно;
τό παράγγελμα προσοχή — команда «смирно»;
2. εηιφ:1) внимание!, берегись!, осторожно!;2) смирно! (команда)
См. также в других словарях:
παράγγελμα — message transmitted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράγγελμα — το, ΝΜΑ [παραγγέλλω] 2. πρόσταγμα, διαταγή (α. «στρατιωτικό παράγγελμα» β. «τῶν τριηράρχων ἐχόντων παράγγελμα μὴ χωρίζεσθαι», Δημοσθ.) 2. επιταγή, εντολή, παραίνεση, συμβουλή, («ηθικό παράγγελμα») νεοελλ. (νομ.) (στο βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο)… … Dictionary of Greek
παράγγελμα — το διαταγή, πρόσταγμα: Στις γυμναστικές επιδείξεις τα παραγγέλματα δίνονται από το μικρόφωνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραγγελμάτων — παράγγελμα message transmitted neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγέλμασι — παράγγελμα message transmitted neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγέλμασιν — παράγγελμα message transmitted neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγέλματα — παράγγελμα message transmitted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγέλματι — παράγγελμα message transmitted neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγέλματος — παράγγελμα message transmitted neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλευσμα — το (ΑΜ κέλευσμα, Α ποιητ. τ. κέλευμα, Μ και κέλεσμα) πρόσταγμα, παράγγελμα, διαταγή, προσταγή, εντολή νεοελλ. ναυτ. παράγγελμα για εκτέλεση ασκήσεως ή υπηρεσίας αρχ. 1. κλήση, παρακίνηση, πρόσκληση, προτροπή 3. (σε μάχη, για στράτευμα ή για… … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek